- ἄνθεμ'
- ἄνθεμ'ἄνθεμα , ἄνθεμαanything dedicated: neut nom /voc /acc sgἄνθεμα , ἄνθεμονflowers: neut nom /voc /acc plἄνθεμα , ἀνάθεμαanything dedicated: neut nom /voc /acc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἄνθεμ' — ἄνθεμα , ἄνθεμα anything dedicated neut nom/voc/acc sg ἄνθεμα , ἄνθεμον flowers neut nom/voc/acc pl ἄνθεμα , ἀνάθεμα anything dedicated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
πινακίδα — η / πινακίς, ίδος, ΝΜΑ νεοελλ. 1. μικρή πλάκα, ξύλινη ή μεταλλική, πάνω σε θύρα, τοίχο, διάδρομο, συρτάρι, δρόμο, διασταύρωση, η οποία φέρει επιγραφή, η ταμπέλα 2. ειδικό πλαίσιο με τον αριθμό κυκλοφορίας οχήματος μσν. αρχ. μικρό πινάκιο, δέλτος… … Dictionary of Greek